- αναψυκτήριο
- τοτόπος όπου προσφέρονται ή κατάστημα όπου πωλούνται αναψυκτικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναψυκτήριο — το τόπος όπου πουλιούνται αναψυκτικά: Είχε ένα μικρό αναψυκτήριο στη γειτονιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βελούχι — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 44 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγρινίου. II Το όρος Τυμφρηστός (βλ. λ.). * * * το 1. πηγή με άφθονο νερό 2. εξοχικό καφενείο ή αναψυκτήριο κοντά σε … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας — Το πολυβραβευμένο αυτό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας ιδρύθηκε το 1964 από τον Άγγελο Ν. Γουλανδρή, με στόχο την προώθηση των φυσικών επιστημών και την ευαισθητοποίηση του ανθρώπου στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Στεγάζεται σε ιδιόκτητο… … Dictionary of Greek